- θυσιαστήριο(ν)
- το жертвенник, алтарь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… … Dictionary of Greek
Θυσιαστήριο — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών Κανόνα, Σκορπιού, Τηλεσκόπιου, Ταώ και Νοτίου Τριγώνου. Ο Άρατος τον ονόμαζε Θυτήριον και ο Πτολεμαίος Θυμιατήριον. Ονομάζεται επίσης Βωμός. Ο λαμπρότερος αστέρας… … Dictionary of Greek
θυσιαστήριο — το 1. το μέρος όπου γίνονται οι θρησκευτικές θυσίες, ο βωμός. 2. Aγία Τράπεζα, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία της Θείας Ευχαριστίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
θυσιαστήριος — α, ο (ΑΜ θυσιαστήριος, ία, ον) [θυσιάζω] το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) η Αγία Τράπεζα αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος») … Dictionary of Greek
Ερνάντεθ, Γκρεγκόριο — (Gregorio Hernαndez, 1565 – 1636). Ισπανός γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους γλύπτες της σχολής της Βαγιαδολίδ, που ακολουθούσε την τεχνοτροπία του μπαρόκ. Ο Ε. φιλοτέχνησε σε χρωματιστό ξύλο εικόνες για τη θεία λειτουργία και γλυπτά… … Dictionary of Greek
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
δορίς — δορίς, η (AM) μσν. το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα αρχ. μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek